- άσφαλτο
- το , άσφαλτος ή , ό асфальт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
ασφαλτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην άσφαλτο 2. ο κατασκευασμένος από άσφαλτο … Dictionary of Greek
ασφαλτώδης — ες (Α ἀσφαλτώδης, ες) 1. αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτούχος 2. αυτός που μοιάζει με άσφαλτο … Dictionary of Greek
βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
άσφαλτος, η — και ο 1. ορυκτός υδρογονάθρακας που χρησιμοποιείται για οδόστρωμα: Δεν έχουν ρίξει ακόμη στο δρόμο άσφαλτο. 2. ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος: Δε δυσκολευτήκαμε καθόλου, ταξιδεύαμε συνέχεια στην άσφαλτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
ασφάλτωση — η (Μ ἀσφάλτωσις) [ασφαλτώ] η επίστρωση με άσφαλτο ή πίσσα … Dictionary of Greek
ασφαλτίτης — ο (Α ἀσφαλτίτης, ο και ἀσφαλτῑτις, η) αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτώδης αρχ. φρ. 1. «λίμνη Ἀσφαλτῑτις» η Νεκρά Θάλασσα 2. «ἀσφαλτῑτις πόα» το τριφύλλι … Dictionary of Greek
ασφαλτοστρώνω — καλύπτω δρόμο, πλατεία κ.λπ. με άσφαλτο … Dictionary of Greek